εποψομαι

εποψομαι
    ἐπόψομαι
    fut. к ἐφοράω См. εφοραω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εποψομαι" в других словарях:

  • ἐπόψομαι — ἐποράω aor subj mid 1st sg (epic) ἐποράω fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιόψομαι — ἐπιόψομαι (Α) ποιητ. τ. μέλλ. αντί ἐπόψομαι (ή επικ. αόρ. υποτ. τού αορ. α’ ἐπιωψάμην) 1. θα εκλέξω («τοὺς ἂν ἐγὼν ἐπιόψομαι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιόψονται προχειρίσονται προΐδωσιν ἐπιλέξωνται». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ΙΕ ρίζα *οp «εκλέγω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»